μυωταί

μυωταί
μυωτός
made of mouse-skin
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυωτός — μυωτός, ή, όν (Α) [μυς] 1. αυτός που έχει συρραφεί από δέρμα ποντικών ή που είναι κεντημένος με μορφές ποντικών («μυωτὸς χιτών», Πολυδ.) 2. αυτός που αποτελείται από μυς ή αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, ο μυώδης («σάρκες μυωταὶ καθ ἑκάτερον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”